- νεβλᾶραι
- νεβλᾶραιMeaning: = περαίνειν H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Cf. νεβλάρεται(?) in Phot. = Ar. Fr. 241.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
νεβλάραι — νεβλᾱραι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «περαίνειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Γλώσσα που συνδέεται πιθ. με τον τ. «νεβλάρεται», τον οποίο παραδίδει ο Φώτιος … Dictionary of Greek